- πτερόφυτος
- πτερό-φῠτος, ον,= πτεροφυής, Sch.Ar.Eq.1341.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτερόφυτος — ον, Α πτεροφυής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτός (< φύομαι), πρβλ ελαιό φυτος] … Dictionary of Greek
πτερόφυτον — πτερόφυτος masc/fem acc sg πτερόφυτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek